πλοΐζω
Look at other dictionaries:
πλοΐζω — Α πλωΐζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλόος/πλοῦς. Το ρ. αντικατέστησε το αρχαιότερο πλωΐζω*] … Dictionary of Greek
πλωΐζω — ΜΑ 1. πλέω 2. ταξιδεύω διά θαλάσσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλω τού πλώω* «πλέω» + κατάλ. ίζω (πρβλ. πλοΐζω). Ο μυκην. τ. porowito, αν αποδίδει τη λ. *πλωFιστος, έχει παραχθεί από το ρ. πλωΐζω και δήλωνε έναν μήνα τού χρόνου κατάλληλο για απόπλου] … Dictionary of Greek